- φυσόβαθρον
- τὸ, Α(κατά το λεξ. Σούδα) «βάθρον τῶν φυσῶν χαλκέως»·[ΕΤΥΜΟΛ. < φῦσα + βάθρον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φυσόβαθρον — frame neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάθρο — Στη γεφυροποιία β. ονομάζονται τα μέρη εκείνα της γέφυρας όπου εδράζονται τα τόξα. Στην ουσία, χρησιμεύουν για να μεταφέρουν στο έδαφος την πίεση των υπερκειμένων φορτίων. Διακρίνονται, ανάλογα με τη θέση τους, σε ακρόβαθρα ή μεσόβαθρα. Η… … Dictionary of Greek